Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λάγνος
λαγόγηρως
λαγοδαίτης
λαγοθήρας
λαγοθηρέω
λαγοκτονέω
λαγοκύμινον
λαγονάτη
λαγορεῖς
λαγόφθαλμος
λαγρόν
λαγρός
λαγύνιον
λαγυνίς
λαγυνίων
λαγυνοθήκη
λάγυνος
λαγυνοφόρια
λαγχάνω
λαγωβολεῖον
λαγωβολία
View word page
λαγρόν
λαγρόν


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαγρόν
Headword (normalized):
λαγρόν
Headword (normalized/stripped):
λαγρον
IDX:
61530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61531
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαγρόν</span> <span class="foreign greek">ἢ</span> </div><br><br>'}