Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμφίχυτος
ἀμφίχωλος
ἀμφοδάρχης
ἀμφοδαρχία
ἀμφοδέω
ἀμφοδικός
ἀμφόδιον
ἄμφοδον
ἀμφόδων
ἄμφοισμα
ἀμφόνη
ἀμφορεαφορέω
ἀμφορεαφόρος
ἀμφορείδιον
ἀμφορείῳ
ἀμφορεύς
ἀμφορίζω
ἀμφορικός
ἀμφορίξ
ἀμφόριον
ἀμφορίσκος
View word page
ἀμφόνη
ἀμφόνη·
ἀκρατής, ἁμαρτωλός, μὴ δυναμένη νηστεῦσαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμφόνη
Headword (normalized):
ἀμφόνη
Headword (normalized/stripped):
αμφονη
IDX:
6152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6153
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμφόνη·</span> <span class="foreign greek">ἀκρατής, ἁμαρτωλός, μὴ δυναμένη νηστεῦσαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}