Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λαγάρωσις
λαγάσσαι
λαγγάζω
λαγγών
λάγδην
λάγειος
λαγερός
λαγέτας
λαγη
λαγήναρχος
λάγηνος
λαγιδεύς
λαγίδιον
λάγινος
λάγιον
λάγκατα
λάγκη
λαγκία
λαγκίολα
λάγκλα
λαγκρύζεσθαι
View word page
λάγηνος
λάγηνος
,
λαγήνιον
, v.
λαγυν
-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λάγηνος
Headword (normalized):
λάγηνος
Headword (normalized/stripped):
λαγηνος
IDX:
61505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61506
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λάγηνος</span>, <span class="orth greek">λαγήνιον</span>, v. <span class="itype greek">λαγυν</span>-.</div><br><br>'}