Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαγαρώδης
λαγάρωσις
λαγάσσαι
λαγγάζω
λαγγών
λάγδην
λάγειος
λαγερός
λαγέτας
λαγη
λαγήναρχος
λάγηνος
λαγιδεύς
λαγίδιον
λάγινος
λάγιον
λάγκατα
λάγκη
λαγκία
λαγκίολα
λάγκλα
View word page
λαγήναρχος
λαγήναρχος· ὁ ἐξουσίαν ἔχων τοῦ οἴνου, Hsch. (λαγίν- cod., before λάγνα).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαγήναρχος
Headword (normalized):
λαγήναρχος
Headword (normalized/stripped):
λαγηναρχος
IDX:
61504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61505
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαγήναρχος·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἐξουσίαν ἔχων τοῦ οἴνου</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">λαγίν</span>- cod., before <span class="foreign greek">λάγνα</span>).</div><br><br>'}