Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαγαρός
λαγαρότης
λαγαρύζομαι
λαγαρώδης
λαγάρωσις
λαγάσσαι
λαγγάζω
λαγγών
λάγδην
λάγειος
λαγερός
λαγέτας
λαγη
λαγήναρχος
λάγηνος
λαγιδεύς
λαγίδιον
λάγινος
λάγιον
λάγκατα
λάγκη
View word page
λαγερός
λαγερός· σμῖλαξ, Hsch. Δάγεσις· θεός (Sicel), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαγερός
Headword (normalized):
λαγερός
Headword (normalized/stripped):
λαγερος
IDX:
61501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61502
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαγερός·</span> <span class="foreign greek">σμῖλαξ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">Δάγεσις·</span> <span class="foreign greek">θεός</span> (Sicel), Id.</div><br><br>'}