Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λαγανίζω
λάγανον
λαγανοφακῆ
λαγαρίζομαι
λαγαρίττεται
λαγαροειδῶς
λαγαρόκυκλος
λαγαρόομαι
λαγαρός
λαγαρότης
λαγαρύζομαι
λαγαρώδης
λαγάρωσις
λαγάσσαι
λαγγάζω
λαγγών
λάγδην
λάγειος
λαγερός
λαγέτας
λαγη
View word page
λαγαρύζομαι
λᾰγᾰρύζομαι,
A). v. λαγαρίζομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαγαρύζομαι
Headword (normalized):
λαγαρύζομαι
Headword (normalized/stripped):
λαγαρυζομαι
IDX:
61493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61494
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λᾰγᾰρύζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λαγαρίζομαι</span> .</div> </div><br><br>'}