Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λάβυζος
λαβυρινθοειδής
λαβύρινθος
λαβυρινθώδης
λαγαγεῖ
λαγαίω
λαγανίζω
λάγανον
λαγανοφακῆ
λαγαρίζομαι
λαγαρίττεται
λαγαροειδῶς
λαγαρόκυκλος
λαγαρόομαι
λαγαρός
λαγαρότης
λαγαρύζομαι
λαγαρώδης
λαγάρωσις
λαγάσσαι
λαγγάζω
View word page
λαγαρίττεται
λαγαρίττεται· μετριεύεται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαγαρίττεται
Headword (normalized):
λαγαρίττεται
Headword (normalized/stripped):
λαγαριττεται
IDX:
61487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61488
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λαγαρίττεται·</span> <span class="foreign greek">μετριεύεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}