κωτίλλω
κωτίλλω, only pres.,
A). prattle, chatter, usu. with collat. notion of coaxing, wheedling, αἱμύλα κωτίλλουσα Op. 374 ; μαλθακὰ κ. ; 852 ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν ; 11 ἀνάνυτα κ. ; 15.87 ἑλικτὰ ἔπη ; 1466 κ. καὶ λιγαίνειν, of a speech in court, to be lively, tripping, Dem. 44 .
II). trans., cajole, beguile with fair words, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρόν ; 363 μὴ κώτιλλέ με tease me not by prating, Ant. 756 ; τοιαῦτα κωτίλλουσα τὴν ἀχαΐνην . 95.87