Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κώρα
κωράλιον
κωραλίσκος
κωραλλεύς
κώριον
κωρίς
κωρισμός
κῶρος
Κωρυκαῖος
κωρύκιον
κωρυκίδιον
Κωρύκιος
Κωρυκίς
κωρυκίς
Κωρυκιώτης
κωρυκοβολία
κωρυκομαχία
κώρυκος
Κώρυκος
κωρυκώδης
Κῶς
View word page
κωρυκίδιον
κωρυκ-ίδιον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κωρυκίδιον
Headword (normalized):
κωρυκίδιον
Headword (normalized/stripped):
κωρυκιδιον
IDX:
61387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61388
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κωρυκ-ίδιον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}