Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κωποπώλης
κωπώ
κώρα
κωράλιον
κωραλίσκος
κωραλλεύς
κώριον
κωρίς
κωρισμός
κῶρος
Κωρυκαῖος
κωρύκιον
κωρυκίδιον
Κωρύκιος
Κωρυκίς
κωρυκίς
Κωρυκιώτης
κωρυκοβολία
κωρυκομαχία
κώρυκος
Κώρυκος
View word page
Κωρυκαῖος
Κωρῠκαῖος, ,
A). v. Κώρυκος .


ShortDef

of Corycos, someone who eavesdrops

Debugging

Headword:
Κωρυκαῖος
Headword (normalized):
κωρυκαῖος
Headword (normalized/stripped):
κωρυκαιος
IDX:
61385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61386
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κωρῠκαῖος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Κώρυκος</span> .</div> </div><br><br>'}