Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κωπήρης
κωπητήρ
κωπίον
κωποξύστης
κωποπώλης
κωπώ
κώρα
κωράλιον
κωραλίσκος
κωραλλεύς
κώριον
κωρίς
κωρισμός
κῶρος
Κωρυκαῖος
κωρύκιον
κωρυκίδιον
Κωρύκιος
Κωρυκίς
κωρυκίς
Κωρυκιώτης
View word page
κώριον
κώριον
,
τό
, Dor. for
κόριον
(A) (q.v.).
ShortDef
a little girl
Debugging
Headword:
κώριον
Headword (normalized):
κώριον
Headword (normalized/stripped):
κωριον
IDX:
61381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61382
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κώριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dor. for <span class="foreign greek">κόριον</span> (A) (q.v.).</div><br><br>'}