Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κωπηλάτης
κωπηλατικός
κωπήλατος
κωπήρης
κωπητήρ
κωπίον
κωποξύστης
κωποπώλης
κωπώ
κώρα
κωράλιον
κωραλίσκος
κωραλλεύς
κώριον
κωρίς
κωρισμός
κῶρος
Κωρυκαῖος
κωρύκιον
κωρυκίδιον
Κωρύκιος
View word page
κωράλιον
κωράλιον·
παιδάριον, κόριον
,
Hsch.
; cf.
κοράλλιον
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κωράλιον
Headword (normalized):
κωράλιον
Headword (normalized/stripped):
κωραλιον
IDX:
61378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61379
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κωράλιον·</span> <span class="foreign greek">παιδάριον, κόριον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">κοράλλιον</span>.</div><br><br>'}