Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Κῷος
κώπαιον
κωπαΐς
κωπάω
κωπεύς
κωπεύω
κωπέω
κωπεών
κώπη
κωπήεις
κωπῆλα
κωπηλασία
κωπηλατέω
κωπηλάτης
κωπηλατικός
κωπήλατος
κωπήρης
κωπητήρ
κωπίον
κωποξύστης
κωποπώλης
View word page
κωπῆλα
κωπ-ῆλα· κοπεώδη, μακρά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κωπῆλα
Headword (normalized):
κωπῆλα
Headword (normalized/stripped):
κωπηλα
IDX:
61365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61366
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κωπ-ῆλα·</span> <span class="foreign greek">κοπεώδη, μακρά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}