κωπέω
κωπ-έω or κωπ-άω,
A). furnish with oars, in pf. Pass., κεκώπηται ἡ ναῦς : pl. κεκώπηνται IG 22.1604.73 .
II). furnish with handles, κοῦφα κεκωπημένα BGU 1143.15 (i B.C.).
III). = foreg. 11 , s.v. κεκώπηται .