Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κωνώπιον
κωνωποειδής
κωνωποθήρας
κωνωποσφράντης
κωνωπώδης
κώνωψ
κῶος
Κῷος
κώπαιον
κωπαΐς
κωπάω
κωπεύς
κωπεύω
κωπέω
κωπεών
κώπη
κωπήεις
κωπῆλα
κωπηλασία
κωπηλατέω
κωπηλάτης
View word page
κωπάω
κωπάω
, v.-
έω
.
κωπέτας·
σφονδύλους μεγάλους ἰχθύων
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κωπάω
Headword (normalized):
κωπάω
Headword (normalized/stripped):
κωπαω
IDX:
61358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61359
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κωπάω</span>, v.-<span class="itype greek">έω</span>. <span class="orth greek">κωπέτας·</span> <span class="foreign greek">σφονδύλους μεγάλους ἰχθύων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}