Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνίς
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κωνοκόλουρος
κῶνος
κωνόσαρτον
κωνοτομέω
κωνωπεών
κωνώπιον
κωνωποειδής
κωνωποθήρας
κωνωποσφράντης
κωνωπώδης
κώνωψ
κῶος
Κῷος
View word page
κωνόσαρτον
κωνόσαρτον· ξύει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κωνόσαρτον
Headword (normalized):
κωνόσαρτον
Headword (normalized/stripped):
κωνοσαρτον
IDX:
61345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61346
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κωνόσαρτον·</span> <span class="foreign greek">ξύει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}