Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κώνειον
κώνης
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνίς
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κωνοκόλουρος
κῶνος
κωνόσαρτον
κωνοτομέω
κωνωπεών
κωνώπιον
κωνωποειδής
κωνωποθήρας
κωνωποσφράντης
κωνωπώδης
View word page
κωνόκαρπος
κωνό-καρπος, ,
A). pine-cone, Gloss.


ShortDef

pine-cone

Debugging

Headword:
κωνόκαρπος
Headword (normalized):
κωνόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
κωνοκαρπος
IDX:
61342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61343
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κωνό-καρπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pine-cone,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}