κωνοειδής
κωνο-ειδής, ές,
A). conical, σχῆμα Con.Sph.Praef. , al., Bel. 86.51 ; of the creative fire, ; of the 1.111 apex of the Roman flamen, ; 2.70 σκιά , etc.; 2.2 σκίασμα ; 60.26 τὸ κ. conoid, Con.Sph.Praef., etc. Adv.- δῶς Placit. 4.15.3 , , 2.2 in de An. 140.34 .
II). metaph., concise, pointed, ἑρμηνεία συνεστραμμένη καὶ οἷον εἰπεῖν κ. Rh. p.387 H.
III). neut.-ειδές, τό, = κωνάριον 11 , (but 2.723 κ. μόριον odontoid process of the second vertebra, 2.461 ).