Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κωμῳδοτραγῳδία
κῶνα
κωνάριον
κωνάω
κωνειάζομαι
κώνειον
κώνης
κώνησις
κωνητικός
κωνίας
κωνικός
κωνίον
κωνίς
κωνῖτις
κωνοειδής
κωνόκαρπος
κωνοκόλουρος
View word page
κώνης
κώνης, pl. κωνεί-ητες· θύρσοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κώνης
Headword (normalized):
κώνης
Headword (normalized/stripped):
κωνης
IDX:
61333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61334
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κώνης</span>, pl. <span class="orth greek">κωνεί-ητες·</span> <span class="foreign greek">θύρσοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}