Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κωμύδριον
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
κωμῳδία
κωμῳδιακός
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδιοποιός
κωμῳδόγελως
κωμῳδογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κωμῳδοτραγῳδία
κῶνα
View word page
κωμῳδόγελως
κωμῳδό-γελως
,
ωτος
,
ὁ
,
A).
=
κωμῳδός
,
AP
13.6
(
Phal.
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κωμῳδόγελως
Headword (normalized):
κωμῳδόγελως
Headword (normalized/stripped):
κωμωδογελως
IDX:
61318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61319
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κωμῳδό-γελως</span>, <span class="itype greek">ωτος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κωμῳδός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 13.6 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phal.</span></span>).</div> </div><br><br>'}