Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κωμοπλήξ
κωμόπολις
κῶμος
κωμοφύλαξ
κωμύδριον
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῴδημα
κωμῳδητέον
κωμῳδία
κωμῳδιακός
κωμῳδικός
κωμῳδιογράφος
κωμῳδιοποιός
κωμῳδόγελως
κωμῳδογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιΐα
View word page
κωμῳδιακός
κωμῳδ-ιακός, , όν, = sq., Sch. Ar. Ach. 380 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κωμῳδιακός
Headword (normalized):
κωμῳδιακός
Headword (normalized/stripped):
κωμωδιακος
IDX:
61314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61315
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κωμῳδ-ιακός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = sq., Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg001.perseus-grc1:380" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg001.perseus-grc1:380/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ach.</span> 380 </a>.</div><br><br>'}