Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρηβόλιον
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἄγκυρις
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυρίττει
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρόμαχος
ἀγκυρομήλη
ἀγκυρουχία
ἀγκυρωτός
ἀγκωβόλος
ἀγκών
ἀγκώνη
View word page
ἀγκυρίττει
ἀγκυρ-ίττει· μεταμέλεται (Cret.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγκυρίττει
Headword (normalized):
ἀγκυρίττει
Headword (normalized/stripped):
αγκυριττει
IDX:
612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-613
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγκυρ-ίττει·</span> <span class="foreign greek">μεταμέλεται</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}