Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κωμᾶται
κωματίζομαι
κωματώδης
κωμέτας
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμήτωρ
κωμικεύομαι
κωμικός
κώμιον
κῶμο
κωμογραμματεία
κωμογραμματεύς
κωμοδρομέω
κωμοκάτοικος
κωμομισθωτής
κωμόομαι
View word page
κωμήτωρ
κωμ-ήτωρ
,
ορος
,
ὁ
,
A).
=
κωμήτης
, St.Byz. s.v.
κώμη
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κωμήτωρ
Headword (normalized):
κωμήτωρ
Headword (normalized/stripped):
κωμητωρ
IDX:
61293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61294
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κωμ-ήτωρ</span>, <span class="itype greek">ορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κωμήτης</span> , St.Byz. s.v. <span class="ref greek">κώμη</span> .</div> </div><br><br>'}