Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
κωμαρχίδης
κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
κωμάστωρ
κωμᾶται
κωματίζομαι
κωματώδης
κωμέτας
κώμη
κωμηγέτης
κωμηδόν
κωμήτης
κωμητικός
κωμῆτις
κωμήτωρ
View word page
κωμᾶται
κωμᾶται· μαγεύει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κωμᾶται
Headword (normalized):
κωμᾶται
Headword (normalized/stripped):
κωμαται
IDX:
61283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61284
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κωμᾶται·</span> <span class="foreign greek">μαγεύει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}