κώλυσις
κώλῡ-σις, εως, ἡ,
A). prevention, ἕνεκα κωλύσεως Sph. 220c ; κωλύσεις τῶν συμπερασμάτων Top. 161a15 , cf. Mort. 19 ; εἰς κώλυσιν μὴ ἐντελὲς τὸ κράτος εἶναι BC 1.1 : in Astrol. sense, Vett. Val. 142.24 (pl.).