Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κωθωνοειδής
κωθωνοπλύτης
κωθωνοποιός
κωθωνόχειλος
Κώϊος
κώκαλον
κώκυμα
κωκυτίς
κωκυτός
κωκύω
κωλαβοί
κωλακρετέω
κωλακρέτης
κωλανιζόμενοι
κωλάριον
κωλέα
κωλῆ
κωλήβη
κωλήν
κώληξ
κώληψ
View word page
κωλαβοί
κωλαβοί·
λάσταυροι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κωλαβοί
Headword (normalized):
κωλαβοί
Headword (normalized/stripped):
κωλαβοι
IDX:
61221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61222
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κωλαβοί·</span> <span class="foreign greek">λάσταυροι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}