Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κωθωνίζω
κωθώνιον
κωθωνισμός
κωθωνιστήριον
κωθωνιστής
κωθωνοειδής
κωθωνοπλύτης
κωθωνοποιός
κωθωνόχειλος
Κώϊος
κώκαλον
κώκυμα
κωκυτίς
κωκυτός
κωκύω
κωλαβοί
κωλακρετέω
κωλακρέτης
κωλανιζόμενοι
κωλάριον
κωλέα
View word page
κώκαλον
κώκαλον· παλαιόν, καὶ εἶδος ἀλεκτρυόνος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κώκαλον
Headword (normalized):
κώκαλον
Headword (normalized/stripped):
κωκαλον
IDX:
61216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61217
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κώκαλον·</span> <span class="foreign greek">παλαιόν, καὶ εἶδος ἀλεκτρυόνος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}