Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κωθωνία
κωθωνίζω
κωθώνιον
κωθωνισμός
κωθωνιστήριον
κωθωνιστής
κωθωνοειδής
κωθωνοπλύτης
κωθωνοποιός
κωθωνόχειλος
Κώϊος
κώκαλον
κώκυμα
κωκυτίς
κωκυτός
κωκύω
κωλαβοί
κωλακρετέω
κωλακρέτης
κωλανιζόμενοι
κωλάριον
View word page
Κώϊος
Κώϊος, α, ον, contr. Κῷος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Κώϊος
Headword (normalized):
κώϊος
Headword (normalized/stripped):
κωιος
IDX:
61215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61216
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κώϊος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, contr. <span class="foreign greek">Κῷος</span> (q.v.).</div><br><br>'}