Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κώδυον
κώδων
κωδωνίζω
κωδώνιον
κωδωνόκροτος
κωδωνοφαλαρόπωλος
κωδωνοφορέω
κῶθα
κωθάριον
κῶθος
κωθύλους
κώθων
κωθωνία
κωθωνίζω
κωθώνιον
κωθωνισμός
κωθωνιστήριον
κωθωνιστής
κωθωνοειδής
κωθωνοπλύτης
κωθωνοποιός
View word page
κωθύλους
κωθύλους· ὄνους, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κωθύλους
Headword (normalized):
κωθύλους
Headword (normalized/stripped):
κωθυλους
IDX:
61203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61204
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κωθύλους·</span> <span class="foreign greek">ὄνους</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}