κωβάθια
κωβάθια, τά,
A). arsenical sulphides of cobalt, Alch. p.51 ( κοβ-), Zos.Alch. p.188 ( κωβ-, v.l. κοβ-):—hence κωβαθηκαύστης, ου, ὁ, 'arsenic-burner', applied to Nilus, ib. 191 (vv.ll. κωβατικ-, κωβαθιοκ-).