Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κυσοκόλαξ
κυσολάκων
κυσολαμπίς
κυσολέσχης
κυσονίπτης
κυσός
κυσοχήνη
κυσόχωλος
κύσσα
κύσσαρος
κύστεροι
κύστη
κύστιγξ
κύστιον
κύστις
κυστόφιλος
κύταρον
κύτινος
κυτινώδης
κυτίς
κυτισηνόμος
View word page
κύστεροι
κύστεροι·
ἀγγεῖα τῶν μελισσῶν, καὶ τυρίσκοι
(frot.
ὑρίσκοι
),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κύστεροι
Headword (normalized):
κύστεροι
Headword (normalized/stripped):
κυστεροι
IDX:
61120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61121
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κύστεροι·</span> <span class="foreign greek">ἀγγεῖα τῶν μελισσῶν, καὶ τυρίσκοι</span> (frot. <span class="foreign greek">ὑρίσκοι</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}