Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυρωτής
κύσαι
κυσανίζει
κυσθοκορώνη
κύσθος
κυσιάω
κυσίβαλον
κυσοβάκχαρις
κυσοδακνιᾷ
κυσοδόχη
κυσοκόλαξ
κυσολάκων
κυσολαμπίς
κυσολέσχης
κυσονίπτης
κυσός
κυσοχήνη
κυσόχωλος
κύσσα
κύσσαρος
κύστεροι
View word page
κυσοκόλαξ
κῡσο-κόλαξ,
A). v. κνισοκόλαξ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυσοκόλαξ
Headword (normalized):
κυσοκόλαξ
Headword (normalized/stripped):
κυσοκολαξ
IDX:
61110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61111
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῡσο-κόλαξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κνισοκόλαξ</span> .</div> </div><br><br>'}