Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμφιτέμνω
ἀμφίτερμος
ἀμφιτεύχω
ἀμφιτίθημι
ἀμφιτιμάομαι
ἀμφιτινάσσω
ἀμφιτιττυβίζω
ἀμφίτομος
ἀμφίτορνος
ἀμφιτόρνωτος
ἀμφίτοροι
ἀμφιτράχηλος
ἀμφιτρέμω
ἀμφιτρέχω
ἀμφιτρής
ἀμφίτρητος
Ἀμφιτρίτη
ἀμφίτριψ
ἀμφιτρομέω
ἀμφιτροχόω
ἀμφιτρυχῆ
View word page
ἀμφίτοροι
ἀμφίτοροι· ἄλφιτα ἐλαίῳ δεδευμένα ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμφίτοροι
Headword (normalized):
ἀμφίτοροι
Headword (normalized/stripped):
αμφιτοροι
IDX:
6110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6111
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμφίτοροι·</span> <span class="foreign greek">ἄλφιτα ἐλαίῳ δεδευμένα</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}