Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κύρτωμα
κυρτών
κύρτωσις
κυρτωτός
κύρω
κύρωσις
κυρωτήρ
κυρωτής
κύσαι
κυσανίζει
κυσθοκορώνη
κύσθος
κυσιάω
κυσίβαλον
κυσοβάκχαρις
κυσοδακνιᾷ
κυσοδόχη
κυσοκόλαξ
κυσολάκων
κυσολαμπίς
κυσολέσχης
View word page
κυσθοκορώνη
κυσθοκορώνη
,
A).
=
νύμφη
,
Com.Adesp.
1060
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κυσθοκορώνη
Headword (normalized):
κυσθοκορώνη
Headword (normalized/stripped):
κυσθοκορωνη
IDX:
61103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-61104
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυσθοκορώνη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">νύμφη</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1060 </span>.</div> </div><br><br>'}