κυρτόω
κυρτ-όω,
A). hump up, make convex, κυρτῶν νῶτα, of a bull preparing to charge, Hel. 1558 ; τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦ μετώπου κεκυρτωκότες ; 14.629f καταιγίδες εἴς οὐρανὸν κυρτοῦς τὰ κύματα Or. 59.138 ; λαίφεα AP 10.15 (Paul. Sil.); κ. ὀστοῦν make the skull bulge, ap. :— Pass., 46.27.6 κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον, κυρτωθέν ; 11.244 κυρτοῦσθαι ῥάχιν C. 3.273 ; of leeches, H. 2.602 : in Prose, οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους πιεζόμενοι ἄνω κυρτοῦνται ὥσπερ οἱ ὄνοι οἱ κανθήλιοι Cyr. 7.5.11 ; become hunchbacked, : aor. 1 Med. 1.112 ἐκυρτώσαντο bulged, δειρήν D. 37.564 .