κύρτος
κύρτ-ος, ὁ,
A). = κύρτη 1 , , 120 Sph. 220c , POxy. 520.20 (ii A.D.); τῷ τοῦ κ. πλέγματι Ti. 79d ; μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις weels that secure a lazy prey for men whether asleep or awake, Lg. 823e (hence prov. εὕδοντι κ. αἱρεῖ ), cf. 4.65 Ep. 86.1 ; κύρτῳ θηρεύουσι τοὺς ἰχθῦς HA 603a7 .
2). bird-cage, λυγοτευχής AP 9.562 ( ).