Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρηβόλιον
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἄγκυρις
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυρίττει
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρόμαχος
ἀγκυρομήλη
ἀγκυρουχία
ἀγκυρωτός
View word page
ἄγκυρις
ἄγκυρ-ις·
βοτάνη τις,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄγκυρις
Headword (normalized):
ἄγκυρις
Headword (normalized/stripped):
αγκυρις
IDX:
609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-610
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄγκυρ-ις·</span> <span class="foreign greek">βοτάνη τις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}