Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κύπαλον
κυπαρισσίας
κυπαρίσσινος
κυπαρίσσιον
κυπαρίσσιος
κυπαρισσόκομος
κυπαρισσόροφος
κυπάρισσος
κυπαρισσών
κύπασσις
κυπάται
κύπειρις
κύπειρον
κύπειρος
κυπελλίς
κυπελλομάχος
κύπελλον
κυπελλοτόκος
κυπελλοφόρος
κυπελλοχάρων
κυπερίζω
View word page
κυπάται
κυπάται· κίναιδοι, μαλακοί, Hsch.; cf. κυβάλης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυπάται
Headword (normalized):
κυπάται
Headword (normalized/stripped):
κυπαται
IDX:
60982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60983
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυπάται·</span> <span class="foreign greek">κίναιδοι, μαλακοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">κυβάλης</span>.</div><br><br>'}