Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κυνοῦχος
κυνοφαγέω
κυνοφάλιον
Κυνόφαλοι
κυνοφθαλμίζομαι
κυνοφόντις
κυνόφρων
κυνοχάλκη
κύντερος
κυνυλαγμός
κυνύπισμα
κυνώ
κυνώδης
κυνώπης
κυνωτός
κύνωψ
κυόεις
κύος
κυοτοκία
κυοτροφία
κύουρα
View word page
κυνύπισμα
κυνύπισμα·
τὸ ἀπὸ στεμφύλων ποτόν
(
Cypr.
),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κυνύπισμα
Headword (normalized):
κυνύπισμα
Headword (normalized/stripped):
κυνυπισμα
IDX:
60956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60957
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυνύπισμα·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἀπὸ στεμφύλων ποτόν</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cypr.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}