Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κύνουρα
κυνοῦραι
κυνούχιον
κυνοῦχος
κυνοφαγέω
κυνοφάλιον
Κυνόφαλοι
κυνοφθαλμίζομαι
κυνοφόντις
κυνόφρων
κυνοχάλκη
κύντερος
κυνυλαγμός
κυνύπισμα
κυνώ
κυνώδης
κυνώπης
κυνωτός
κύνωψ
κυόεις
κύος
View word page
κυνοχάλκη
κῠνο-χάλκη
,
ἡ
,
A).
=
πολύγονον ἄρρεν
, Ps.-
Dsc.
4.4
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κυνοχάλκη
Headword (normalized):
κυνοχάλκη
Headword (normalized/stripped):
κυνοχαλκη
IDX:
60953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60954
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνο-χάλκη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολύγονον ἄρρεν</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.4 </span>.</div> </div><br><br>'}