Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνόσφη
κυνοτρόφος
κυνουλκός
κυνοῦπες
κύνουρα
κυνοῦραι
κυνούχιον
κυνοῦχος
κυνοφαγέω
κυνοφάλιον
Κυνόφαλοι
κυνοφθαλμίζομαι
κυνοφόντις
κυνόφρων
κυνοχάλκη
κύντερος
κυνυλαγμός
κυνύπισμα
κυνώ
κυνώδης
κυνώπης
View word page
Κυνόφαλοι
Κυνόφαλοι, οἱ, name of a tribe at Corinth, Com.Adesp. 1360 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Κυνόφαλοι
Headword (normalized):
κυνόφαλοι
Headword (normalized/stripped):
κυνοφαλοι
IDX:
60949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κυνόφαλοι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, name of a tribe at Corinth, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1360 </span>.</div><br><br>'}