Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμφιστρεφής
ἀμφιστρόγγυλος
ἀμφιστροφή
ἀμφίστροφος
ἀμφίσφαιρα
ἀμφισφάλλω
ἀμφίσφαλσις
ἀμφίσφυρα
ἀμφίσωπος
ἀμφιταλαντεύω
ἀμφιτάμνω
ἀμφιτανύω
ἀμφιτάπης
ἀμφιταράσσομαι
ἀμφιτείνομαι
ἀμφιτειχής
ἀμφιτέμνω
ἀμφίτερμος
ἀμφιτεύχω
ἀμφιτίθημι
ἀμφιτιμάομαι
View word page
ἀμφιτάμνω
ἀμφιτάμνω
, Ion. for
ἀμφιτέμνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμφιτάμνω
Headword (normalized):
ἀμφιτάμνω
Headword (normalized/stripped):
αμφιταμνω
IDX:
6094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6095
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμφιτάμνω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀμφιτέμνω.</span> </div><br><br>'}