Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνοσπάς
κυνόσπαστος
κυνοσσόος
κυνόστομον
κυνοσφαγής
κυνόσφη
κυνοτρόφος
κυνουλκός
κυνοῦπες
κύνουρα
κυνοῦραι
κυνούχιον
κυνοῦχος
κυνοφαγέω
κυνοφάλιον
Κυνόφαλοι
κυνοφθαλμίζομαι
κυνοφόντις
κυνόφρων
κυνοχάλκη
κύντερος
View word page
κυνοῦραι
κυνοῦραι· ἀστράγαλοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνοῦραι
Headword (normalized):
κυνοῦραι
Headword (normalized/stripped):
κυνουραι
IDX:
60944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60945
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κυνοῦραι·</span> <span class="foreign greek">ἀστράγαλοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}