Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσουρίς
κυνόσουρος
κυνοσπάρακτος
κυνοσπάς
κυνόσπαστος
κυνοσσόος
κυνόστομον
κυνοσφαγής
κυνόσφη
κυνοτρόφος
κυνουλκός
κυνοῦπες
κύνουρα
κυνοῦραι
κυνούχιον
κυνοῦχος
κυνοφαγέω
κυνοφάλιον
Κυνόφαλοι
View word page
κυνόσφη
κῠνό-σφη (-λφη cod.)· σίλφη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνόσφη
Headword (normalized):
κυνόσφη
Headword (normalized/stripped):
κυνοσφη
IDX:
60939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60940
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνό-σφη</span> (<span class="foreign greek">-λφη</span> cod.)<span class="foreign greek">· σίλφη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}