Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατάομαι
ἀμφιστρεφής
ἀμφιστρόγγυλος
ἀμφιστροφή
ἀμφίστροφος
ἀμφίσφαιρα
ἀμφισφάλλω
ἀμφίσφαλσις
ἀμφίσφυρα
ἀμφίσωπος
ἀμφιταλαντεύω
ἀμφιτάμνω
ἀμφιτανύω
ἀμφιτάπης
ἀμφιταράσσομαι
ἀμφιτείνομαι
ἀμφιτειχής
ἀμφιτέμνω
ἀμφίτερμος
ἀμφιτεύχω
View word page
ἀμφίσωπος
ἀμφίσωπος
,
ον
,
A).
=
περίωπος
, A
Fr.
41
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμφίσωπος
Headword (normalized):
ἀμφίσωπος
Headword (normalized/stripped):
αμφισωπος
IDX:
6092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6093
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμφίσωπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περίωπος</span> , A <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 41 </span>.</div> </div><br><br>'}