Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνόμυια
κύνοπλον
κυνοπόδιον
κυνόπους
κυνόπρασον
κυνόπρηστις
κυνοπρόσωπος
κυνόπτικον
κυνοραιστής
κυνόροδον
κυνορράφιον
κυνορτικός
κυνορχίας
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσουρίς
κυνόσουρος
κυνοσπάρακτος
κυνοσπάς
κυνόσπαστος
View word page
κυνορράφιον
κῠνο-ρράφιον [ᾰ],(κύων VII) a surgical instrument, Hermes 38.282 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνορράφιον
Headword (normalized):
κυνορράφιον
Headword (normalized/stripped):
κυνορραφιον
IDX:
60925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνο-ρράφιον</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>(<span class="foreign greek">κύων</span> VII) a surgical instrument, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hermes</span> 38.282 </span>.</div><br><br>'}