Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνομόριον
κυνόμορον
κυνόμορφος
κυνόμυια
κύνοπλον
κυνοπόδιον
κυνόπους
κυνόπρασον
κυνόπρηστις
κυνοπρόσωπος
κυνόπτικον
κυνοραιστής
κυνόροδον
κυνορράφιον
κυνορτικός
κυνορχίας
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσουρίς
κυνόσουρος
View word page
κυνόπτικον
κῠνόπτικον, τό, an eye-salve, Alex.Trall. 2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνόπτικον
Headword (normalized):
κυνόπτικον
Headword (normalized/stripped):
κυνοπτικον
IDX:
60922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60923
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνόπτικον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, an eye-salve, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Trall.</span> 2 </a>.</div><br><br>'}