Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνόμαζον
κυνόμαλον
κυνομαντεία
κυνομαχέω
κυνόμαχον
κυνομόριον
κυνόμορον
κυνόμορφος
κυνόμυια
κύνοπλον
κυνοπόδιον
κυνόπους
κυνόπρασον
κυνόπρηστις
κυνοπρόσωπος
κυνόπτικον
κυνοραιστής
κυνόροδον
κυνορράφιον
κυνορτικός
κυνορχίας
View word page
κυνοπόδιον
κῠνο-πόδιον, τό,
A). = πολύγονος , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνοπόδιον
Headword (normalized):
κυνοπόδιον
Headword (normalized/stripped):
κυνοποδιον
IDX:
60917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60918
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνο-πόδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολύγονος</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}