Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνολύγματε
κυνόλυκος
κυνόλυσσος
κυνόμαζον
κυνόμαλον
κυνομαντεία
κυνομαχέω
κυνόμαχον
κυνομόριον
κυνόμορον
κυνόμορφος
κυνόμυια
κύνοπλον
κυνοπόδιον
κυνόπους
κυνόπρασον
κυνόπρηστις
κυνοπρόσωπος
κυνόπτικον
κυνοραιστής
κυνόροδον
View word page
κυνόμορφος
κῠνό-μορφος, ,
A). = κρόκος , Ps.- Dsc. 1.26 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνόμορφος
Headword (normalized):
κυνόμορφος
Headword (normalized/stripped):
κυνομορφος
IDX:
60914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60915
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνό-μορφος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κρόκος</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.26 </span>.</div> </div><br><br>'}