Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κυνολογέω
κυνόλοφα
κυνολύγματε
κυνόλυκος
κυνόλυσσος
κυνόμαζον
κυνόμαλον
κυνομαντεία
κυνομαχέω
κυνόμαχον
κυνομόριον
κυνόμορον
κυνόμορφος
κυνόμυια
κύνοπλον
κυνοπόδιον
κυνόπους
κυνόπρασον
κυνόπρηστις
κυνοπρόσωπος
κυνόπτικον
View word page
κυνομόριον
κῠνο-μόριον, τό,
A). = ὀροβάγχη , Dsc. 2.142 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κυνομόριον
Headword (normalized):
κυνομόριον
Headword (normalized/stripped):
κυνομοριον
IDX:
60912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60913
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῠνο-μόριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀροβάγχη</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.142 </span>.</div> </div><br><br>'}